- αναποφασιστικότητα
- ητο να μην παίρνει κανείς οριστική απόφαση για κάτι, διστακτικότητα, αμφιταλάντευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αποφασιστικότητα. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον εκδότη Αθανάσιο Παπαλεξανδρή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αβουλία — Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως … Dictionary of Greek
αγνωμιά — και ανεγνωμιά, η [άγνωμος] 1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός 2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία … Dictionary of Greek
αλογία — η (Α ἀλογία) [ἄλογο] έλλειψη λογικής, παραλογισμός αρχ. 1. έλλειψη σεβασμού, εκτιμήσεως ή φροντίδας, αδιαφορία 2. σύγχυση, αταξία, αμηχανία 3. δισταγμός, αμφιβολία, αναποφασιστικότητα 4. σιωπή, βουβαμάρα 5. φρ. «ἐν ἀλογία ἔχω ἢ ποιοῡμαι τι», δεν… … Dictionary of Greek
αμφιταλάντευση — η [αμφιταλαντεύομαι] αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα, αμφιβολία … Dictionary of Greek
αναποφάσιστος — η, ο 1. αυτός που δεν παίρνει οριστική απόφαση για κάτι, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος 2. αυτός, για τον οποίο δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση 3. το ουδ. ως ουσ. το αναποφάσιστον η αναποφασιστικότητα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αποφασίζω. Η λ.… … Dictionary of Greek
αοριστία — η (Α ἀοριστία) το να είναι κάτι αόριστο, ακαθόριστο, η ασάφεια, η αβεβαιότητα νεοελλ. ασαφής λόγος, αοριστολογία αρχ. 1. το να είναι κάτι απεριόριστο 2. αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα 3. στον πληθ. ανωμαλίες, φαινόμενα χωρίς κανονικότητα,… … Dictionary of Greek
ατολμία — Έλλειψη τόλμης, δειλία. Στην ψυχιατρική, α. λέγεται η ψυχολογική ανεπάρκεια που φέρνει διαταραχές στη βούληση, τη διανόηση και την κίνηση (αδεξιότητα). Η α. οφείλεται ή σε απότομους ψυχονευρικούς κλονισμούς ατόμων που παρουσιάζουν βλάβες του… … Dictionary of Greek
Θερμιδώρ — (Τhermidor). O ενδέκατος μήνας του χρόνου, κατά το ημερολόγιο που καθιερώθηκε στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1789 και ίσχυσε από το 1793 έως το 1805. Αντιστοιχούσε στην περίοδο από 19/20 Ιουλίου – 17/18 Αυγούστου του γρηγοριανού ημερολογίου… … Dictionary of Greek
Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… … Dictionary of Greek